εξημέρωμα

εξημέρωμα
(I)
και ξημέρωμα, το
ο ερχομός τής ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ημέρα].
————————
(II)
το [εξημερώνω]
η εξημέρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξημέρωμα — το, ατος 1. τιθάσευση, δάμασμα, (η)μέρωμα. 2. μτφ., κατευνασμός, καλμάρισμα. 3. εκπολιτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξημέρωση — η το εξημέρωμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”